μαιεύσῃ

μαιεύσῃ
μαιεύσηι , μαίευσις
delivery of a woman in child-birth
fem dat sg (epic)
μαιεύομαι
serve as a midwife
aor subj mp 2nd sg
μαιεύομαι
serve as a midwife
fut ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαίευση — η (Α μαίευσις) [μαιεύω] το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… …   Dictionary of Greek

  • μαίωσις — μαίωσις, ἡ (Α) [μαιούμαι] μαίευση …   Dictionary of Greek

  • μαιεία — μαιεία, ἡ (Α) [μαιεύομαι] το έργο τής μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”